χρωμόσωμα

χρωμόσωμα
Oνομάζεται και χρωματόσωμα. Ένα από τα σωματίδια που χρωματίζονται με ειδικές χρωστικές και που είναι ορατό σε κάθε ζωικό και φυτικό κύτταρο στην περίοδο του πολλαπλασιασμού του. Στο κύτταρο που ηρεμεί τα χ. βρίσκονται στον πυρήνα και η ύπαρξή τους μπορεί να αποκαλυφθεί μόνο με ειδικές μεθόδους· στα κοινά κυτταρολογικά παρασκευάσματα ταυτίζονται με τη χρωματίνη του πυρήνα, η οποία αντιστοιχεί στην ουσία που τα αποτελεί και βασικό συστατικό της οποίας είναι το δεσοξυριβονουκλεϊνικό οξύ. Τα χ. έχουν κατά το πλείστον μορφή επιμήκη, ραβδίου, και στη δομή τους παρουσιάζουν ένα σημείο που χρωματίζεται ελαφρά, το οποίο ονομάζεται κεντρομερίδιο, είναι μεγάλης σημασίας κατά τη διάρκεια της διαίρεσης του κυττάρου. Τα χ. δεν βρίσκονται μεμονωμένα, αλλά πάντοτε κατά ζεύγη στοιχείων όμοιων μορφολογικά· κάθε ζωικό και φυτικό είδος παρουσιάζει ένα σταθερό αριθμό χ. σε κάθε του κύτταρο, αριθμό που μπορεί να ποικίλλει από δύο ως μερικές εκατοντάδες, και είναι ανεξάρτητος από τις διαστάσεις και από τον βαθμό διαφοροποίησης του είδους στο οποίο ανήκει. Τα κύτταρα του σκουληκιού ascaris megalocephala π.χ. έχουν 2 χ., του αλόγου 60, του εντόμου drosophila melanogaster (το κοινό μυγάκι του ξυδιού) 4. Κατά κανόνα οι ώριμοι γαμέτες, δηλαδή τα κύτταρα, που προορίζονται για τη με σύζευξη αναπαραγωγή του είδους, έχουν έναν αριθμό χ. ίσο με το μισό του αριθμού των κυττάρων που σχηματίζουν τους ιστούς του οργανισμού· ο αριθμός των χ. των γαμετών ονομάζεται απλοειδικός, ενώ των σωματικών κυττάρων διπλοειδικός. Τα σωματικά κύτταρα του ανθρώπου έχουν 22 ζεύγη αυτοσωματικών χ. και 2 χ. φύλου, σύνολο 46. Σήμερα αποδίδεται το παθογενετικό αίτιο πολλών νοσημάτων, ιδίως του μεταβολισμού, σε αλλοιώσεις χ.· από την άλλη πλευρά αποδείχτηκε ότι σε ορισμένες παθολογικές καταστάσεις αντιστοιχεί μια μεταβολή του αριθμού των χ.· έτσι ανοίγεται ένα καινούργιο κεφάλαιο παθολογίας, η χρωμοσωμιακή παθολογία, στο οποίο μπορεί να συμπεριληφθούν πολλές κληρονομικές παθήσεις. XΡΩΜΟΣΩΜΑ Πάνω αριστερά, σχηματική παράσταση χρωμοσώματος (το Α υποδηλώνει το κεντρομερίδιο? το Β, το σπειροειδές νημάτιο των δεσοζυριβονουκλεϊνικών οξέων) και σχηματική απεικόνιση των χρωμοσωμάτων του ανθρώπου κατά τη στιγμή της μίτωσης του κυττάρου (από κάθε ζεύγος χρωμοσωμάτων απεικονίζεται ένα μόνο στοιχείο? στο θηλυκό υπάρχουν δύο χρωμοσώματα X, στο αρσενικό ένα X και ένα Υ)? στη φωτογραφία δεξιά, κυτταρολογικό παρασκεύασμα ανθρώπινων χρωμοσωμάτων. Στις φωτογραφίες κάτω, χρωμοσώματα σε φυσιολογικό άτομο (αριστερά) και σε άτομο που πάσχει από μογγολισμό (δεξιά).
* * *
το Ν
βιολ. βλ. χρωματόσωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χρωμόσωμα — χρωμόσωμα, το και χρωματόσωμα, το, ατος σχηματισμός του πυρήνα των κυττάρων, με τη μορφή του οποίου εμφανίζεται το γενετικό υλικό κατά το τέλος της μεσόφασης και στην αρχή της κυτταρικής διαίρεσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • ετερογαμία — Τρόπος αμφιγονικής αναπαραγωγής, κατά την οποία οι συναπτόμενοι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Η ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανισογαμία αν υπάρχει διαφορά μεγέθους και μορφής μεταξύ των γαμετών ή μεταξύ των γεννητικών κυττάρων των… …   Dictionary of Greek

  • κληρονομικότητα — Μεταβίβαση των χαρακτήρων ενός ατόμου στις επόμενες γενιές, η οποία πραγματοποιείται με τη σύζευξη των γεννητικών κυττάρων (γαμέτες) των γονέων και την ανάμειξη του γενετικού τους υλικού. Η μεταβίβαση αυτή ακολουθεί καθορισμένους νόμους, που… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Κλίντοκ, Μπάρμπαρα — (Barbara McClintock, Χάρτφορντ, Κονέκτικατ 1902 – 1992). Αμερικανίδα βοτανολόγος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κορνέλ της Νέας Υόρκης. Το ενδιαφέρον της για τη γενετική, που είχε φανεί ήδη κατά τις προπτυχιακές της σπουδές, συνδυάστηκε με τις… …   Dictionary of Greek

  • γονιδίωμα — Το σύνολο του γενετικού υλικού που υπάρχει σε ένα κύτταρο. Στους ευκαρυωτικούς οργανισμούς η έννοια αναφέρεται τόσο στο γενετικό υλικό που υπάρχει στον πυρήνα, όσο και στο γενετικό υλικό των οργανιδίων (δηλαδή των μιτοχονδρίων και των… …   Dictionary of Greek

  • διαφοροποίηση — Η μεταβολή ομοίων πραγμάτων σε διαφορετικά. (Βιολ.) Όρος που σημαίνει βασικά εξειδίκευση. Υπό αυτή την έννοια, η δ. ορίζεται ως η πορεία που ακολουθείται από ένα σύνολο όμοιων κυττάρων, ώστε να δημιουργούνται πολλοί διαφορετικοί δομικά και… …   Dictionary of Greek

  • διυβριδισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο διασταυρώνονται δύο γονείς που διαφέρουν κατά δύο ζεύγη κληρονομικών χαρακτήρων. Ο δ. ακολουθεί τον δεύτερο νόμο του Μέντελ, δηλαδή τον νόμο του ανεξάρτητου διαχωρισμού των κληρονομικών χαρακτήρων. Σύμφωνα με αυτόν, κατά… …   Dictionary of Greek

  • μετατόπιση — Ο όρος προσδιορίζει την αλλαγή τόπου ή θέσης, τη μετακίνηση. μ. ιόντων. Τα ιόντα ενός ηλεκτρολύτη μετακινούνται, όταν περάσει μέσα από αυτόν ηλεκτρικό ρεύμα και συμμετέχουν στη μεταφορά του ηλεκτρισμού. Τα κατιόντα και τα ανιόντα δεν κινούνται… …   Dictionary of Greek

  • χρωματοσωματικός — και χρωμοσωμικός, ή, ό, Ν [χρωματόσωμα /χρωμόσωμα] 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρωματόσωμα 2. φρ. «χρωματοσωματικό φύλο» βιολ. βλ. φύλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”